- ἡμεροφύλαξ
- ἡμεροφύλαξmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημεροφύλαξ — ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια τής ημέρας, ο ημεροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φύλαξ] … Dictionary of Greek
ἡμεροφυλάκων — ἡμεροφύλαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροφύλακας — ἡμεροφύλαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροφύλακες — ἡμεροφύλαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημεροφυλακώ — ἡμεροφυλακῶ, έω (Α) [ημεροφύλαξ] φρουρώ κατά τη διάρκεια τής ημέρας, είμαι ημεροφύλαξ … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
ημεροφυλάκιον — ἡμεροφυλάκιον, το (Μ) [ημεροφύλαξ] φυλάκιο τής ημέρας … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ՕՐԱՊԱՀԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 1032 Chronological Sequence: 6c գ. ἠμεροφύλαξ custos diurnus. Պահապան ʼի տուընջեան կամ ցերեկի. ցորեկուան պէտճի. *Օրապահկք, եւ գիշերապահք. Փիլ. քհ. ՟Ժ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)